- ψυχιατρικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιατρική των ψυχοπαθειών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψυχιατρικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψυχίατρο 2. το θηλ. ως ουσ. βλ. ψυχιατρική. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psychiatrique (< ψυχή + ιατρικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
αυτισμός — Όρος ψυχιατρικός που υποδηλώνει την απώλεια επαφής με την πραγματικότητα ύστερα από κάποια διαταραχή της αισθητικότητας και της θέλησης. Ο α. είναι χαρακτηριστικός στους σχιζοφρενείς και εκδηλώνεται με μια αναδίπλωση στον ίδιο τους τον εαυτό,… … Dictionary of Greek